(Θα το πω στον παληοκιώτικο σκοπό)
- Βε συ! Τι πράματα ’ναι αυτά, τι χάλια, τι ζουλούμια!
Προψές δεν τα μιλήσαμε στον καφενέ του Λούκα
εσύ να πας στα Τραχηνά να κουβαλήσεις ρούμια,
κι’ εγώ να κλέψω απ’ της Αγυιάς την Πόχη μια παλούκα.
Να στήσουμε το «Βαραββά», στην κατηφόρα τ’ Αηλιά
δεκάξη πήχες μπόι
κι απέ στον Επιτάφιο να’ρθει το παιδολόι
να βάλει γύρω – τρόγυρα φωτιά με τις λαμπάδες
που να μην πιάσουν χαρτωσιά οι άλλοι Βαραββάδες;
Μην πεις, βε συ, πως σ’ έπιασε και σένα με το ζόρι
ο παραγιός του Κιόρη
και πήες δυο φορτώματα κρυφά στον Αη – Γιώργη.
Τα’μαθα, βε, που σ’ έταξε το Πάσχα ένα σουλτάτο
Κι ύστερα σου τον φόρτωσε τον παλιοσισανέ
πούριχνες και φωνάζανε από τον καφενέ :
«Σιγά, βε συ, το πιάτο!»
Είδες σουλτάτο μια φορά που βάσταγα; Είδες ρίξιμο;
Σκάρτσο ο καντάργκιλες, που λες, με «συριανό» το Θύμη
και το ταραμπουλούσικο στη μπούκα γερό σφίξιμο
κι αλέστα ο κοντομάνικος ντίκι στο καλντιρίμι.
Ως και τα τζάμια τράνταζε του Τερσανά καρσί
κι ας μ’ άφηκεν ο κερατάς δυο δάχτυλα σακάτικα…
Άντε στο διάβολο, βε συ, μεγαλοβδομαδιάτικα!
Χρήστος Δελής
29/3/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου